- ὑπερβᾶσιν
- ὑπερβαίνωstep overaor part act masc/neut dat pl (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὑπέρβασιν — ὑπέρβασις a passing over fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπέρβαση — η, / ὑπέρβασις, άσεως, ΝΜΑ [υπερβαίνω] 1. πέρασμα, διάβαση πάνω από κάτι (α. «υπέρβαση όρους» β. «τέτταρας δὲ ὑπερβάσεις ὀνομάζει μόνον», Στράβ.) 2. μτφ. α) πράξη πέρα, έξω από τα κανονικά ή επιτρεπόμενα όρια (α. «υπέρβαση δαπανών») β) ξεπέρασμα … Dictionary of Greek
PASCHA — improprie significat agnum Paschalem, dies festos, totamque illam celebritatem et observationem, imo apud B. Paulum ipsummet Christum per agnum Paschalem adumbratum; proprie vero transitum notat, non enim trahit originem nominis a verbo πάχω,… … Hofmann J. Lexicon universale
υπερανήλωμα — ώματος, τὸ, Α [ὑπεραναλίσκω / ὑπερανηλίσκω] δαπάνη καθ υπέρβασιν … Dictionary of Greek
υπερβασία — η / ὑπερβασία, ΝΜΑ, και ιων. τ. ὑπερβασίη Α [ὑπερβατός] η καθ ὑπέρβασιν πράξη, παράβαση νόμου, κανόνα, αρχής, όρκου ή ορίου μσν. αρχ. (στους Εβραίους) η γιορτή τού Πάσχα («σημαίνει δὲ ὑπερβασία διότι κατ ἐκείνην τὴν ἑσπέραν ὁ Θεός αὐτῶν ὑπερβὰς… … Dictionary of Greek